Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐξ ἑῴας

См. также в других словарях:

  • ἑῴας — ἑῴ̱ᾱς , ἑῷος in or of the morning fem acc pl ἑῴ̱ᾱς , ἑῷος in or of the morning fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εώος — ἐῷος, α, ον και ἑώϊος, ον και ιων. και ομηρ. τ. ἠοῑος, ον (Α) [ἕως ΙΙ] 1. αυτός που γίνεται την αυγή, ο πρωινός, ο εωθινός 2. αυτός που κείται προς την ανατολή, ο ανατολικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑῴα η Ανατολή, οι χώρες τής Ανατολής ως επαρχίες… …   Dictionary of Greek

  • Philaretos Brachamios — (griechisch Φιλάρετος Βραχάμιος, armenisch Pilartos Varajnuni Փիլարտոս Վարաժնունի, arabisch Filardūs al Rūmī[1]; † 1092?) war ein byzantinischer Domestikos und Strategos (General), Statthalter der Provinz Koloneia im Militärbezirk des… …   Deutsch Wikipedia

  • CHALNE vel CHALANE — CHALNE, vel CHALANE civitas quam aedificavit Assur. Gen. c. 10. v. 12. De qua sic Bochart. in Phaleg. l. 1. c. 8. Una, inquit, e 4. urbibus, quas in terra Sinhar condidit Nimrod, Chalne dicitur, vel Chalane. Gen. c. 10. v. 10. I. e. Ctesiphon,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από …   Dictionary of Greek

  • κολοβοδιέξοδος — κολοβοδιέξοδος, ον (Α) (για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω τής ανατολής και τής δύσης τού Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ИГНАТИЙ БОГОНОСЕЦ — [греч. ᾿Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος] (I нач. II в., Рим), сщмч. (пам. 29 янв., 20 дек.; пам. зап. 1 февр., 17 окт.), еп. Антиохийский, один из мужей апостольских. Жизнь Наиболее важным источником сведений об И. Б. являются его послания. Первое… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»